ἐπαλλάττει

ἐπαλλάττει
ἐπαλλάσσω
change over
pres ind mp 2nd sg (attic)
ἐπαλλάσσω
change over
pres ind act 3rd sg (attic)
ἐπαλλάσσω
change over
pres ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)
ἐπαλλάσσω
change over
pres ind act 3rd sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επαλλάσσω — (Α ἐπαλλάσσω και αττ. τ. ἐπαλλάττω) αλλάζω αμοιβαία ή διαδοχικά τη θέση προσώπων ή πραγμάτων νεοελλ. (λογ.) «επαλλάσσουσες έννοιες» οι έννοιες που περιέχονται στο πλάτος τής ίδιας έννοιας, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους στο πλάτος και στο βάθος, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”